- συμπροσκυνώ
- -έω, ΜΑ [προσκυνῶ]δοξάζω με λατρευτικό τρόπο κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («καὶ εἰς τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον... τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Ὑιῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον», Σύμβολον Πίστ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπροσκυνῶ — σύν , πρόσ κυνάω play the Cynic pres imperat mp 2nd sg σύν , πρόσ κυνάω play the Cynic pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σύν , πρόσ κυνάω play the Cynic pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σύν , πρόσ κυνάω play the Cynic pres subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπροσκυνητής — ο, ΝΜΑ [συμπροσκυνῶ] προσκυνητής μαζί με άλλους, αυτός που μετέχει στην ίδια λατρευτική εκδήλωση με άλλους … Dictionary of Greek
συμπροσκύνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [συμπροσκυνῶ] ταυτόχρονη προσκύνηση, συνδυασμένη λατρεία («ἡ τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν συμπροσκύνησις», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
συμπροσκύνητος — ον, και συμπροσκυνητός, ή, όν, Μ [συμπροσκυνῶ] αυτός που συμπροσκυνείται, που λατρεύεται μαζί και εξίσου με άλλον … Dictionary of Greek